ογδοντάρης

ογδοντάρης
ο , ογδοντάρα η восьмидесятилетний старик; восьмидесятилетняя старуха;

είναι ογδοντάρης — ему восемьдесят лет


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ογδοντάρης" в других словарях:

  • ογδοντάρης, -α, -ικο — 1. ο ογδόντα χρόνων: Ο πατέρας μου πέθανε ογδοντάρης. – Η γιαγιά είναι ογδοντάρα. 2. το ουδ., ογδοντάρικο σημαίνει συνήθ. χωρητικότητα, βάρος: Έχω μαζί μου δυο ογδοντάρικα σακιά για το σιτάρι. – Τα δέματα είναι ογδοντάρικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ογδοντάρης — και ογδοηντάρης, θηλ. άρα, ικο [ογδόντα] αυτός που έχει ηλικία 80 ετών, ογδοηκοντούτης …   Dictionary of Greek

  • ογδοηκοντούτης — θηλ. ογδοηκοντούτις, ουδ. ογδοηκοντούτες, και ογδοηκονταετής, ές (ΑΜ ὀγδοηκοντούτης, ες, θηλ. και ὀγδοηκοντοῡτις, ιδος, Α και ὀγδωκοντ[α]έτης και ογδωκοντούτης, ες και ιων. τ. ὀγδοηκονταετής, ες) αυτός που έχει ηλικία ογδόντα ετών, ογδοντάρης… …   Dictionary of Greek

  • ογδοηντάρης — ο, θηλ. α, ουδ. ικο βλ. ογδοντάρης …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»